Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamminatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kamminaˈtore] 1 βαδιστής 2 πεζοπόρος 3 περιπατητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |