ItalianoGreco


camòrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈmɔrra]

1 συμμορία
2 σπείρα
3 παράνομη επιχείρηση με δωροδοκία ή εκβιασμούς
4 καμόρα
5 ναπολιτάνικη μαφία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---