Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


campagnòlo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kampaɲˈɲɔlo]

1 χωριάτης
2 αγρότης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campagnola campale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camorra (θηλ.ουσ)
camorrista (ουσ αρσ και θηλ.)
camoscio (ουσ αρσ )
campagna (θηλ.ουσ)
campagnola (θηλ.ουσ)
campagnolo (αρσ. επίθ και ουσ)
campale (επίθ.)
campana (θηλ.ουσ)
campanaccio (ουσ αρσ )
campanario (επίθ.)
campanaro (ουσ αρσ )
campanatura (θηλ.ουσ)
campanella (θηλ.ουσ)
campanello (ουσ αρσ )
campaniforme (επίθ.)
campanile (ουσ αρσ )
campanilismo (ουσ αρσ )
campanilista (ουσ αρσ και θηλ.)
campanilistico (επίθ.)
campano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---