Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampanilìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kampaniˈlista] 1 στενοκέφαλος τοπικιστής 2 τοπικιστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |