campàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kamˈpata]
1 πλάτος
2 μήκος μεταξύ στηριγμάτων (γέφυρας)
3 πλάτος αψίδας
4 διάστημα μεταξύ δύο στηριγμάτων
5 άνοιγμα πτερύγων αεροσκάφους
6 άνοιγμα φτερών
7 άνοιγμα χεριών
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kamˈpata]
1 πλάτος
2 μήκος μεταξύ στηριγμάτων (γέφυρας)
3 πλάτος αψίδας
4 διάστημα μεταξύ δύο στηριγμάτων
5 άνοιγμα πτερύγων αεροσκάφους
6 άνοιγμα φτερών
7 άνοιγμα χεριών
permalink
campata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android