Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampànula
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kamˈpanula] 1 καμπανούλα campanula rotundifolia 2 φυτό γένους campanula 3 καμπανούλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |