Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


campéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kamˈpedʤo]

το κάμπιγκ, η κατασκήνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campeggiatore campeggista  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare in campeggio = πηγαίνω σε κατασκήνωση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campanulato (επίθ.)
campare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
campata (θηλ.ουσ)
campeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
campeggiatore (ουσ αρσ )
campeggio (ουσ αρσ )
campeggista (ουσ αρσ και θηλ.)
campestre (θηλ. επίθ και ουσ)
campicchiare (ρ.αμτβ.)
campicello (ουσ αρσ )
campiello (ουσ αρσ )
campionamento (ουσ αρσ )
campionare (ρ. μτβ.)
campionario (ουσ αρσ )
campionario (επίθ.)
campionarista (ουσ αρσ και θηλ.)
campionato (ουσ αρσ )
campionatore (ουσ αρσ )
campionatura (θηλ.ουσ)
campione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---