ItalianoGreco


campionarìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kampjonaˈrista]

1 αυτός που κάνει δειγματοληψία
2 συλλογέας δειγμάτων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---