Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


campionarìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kampjonaˈrista]

1 αυτός που κάνει δειγματοληψία
2 συλλογέας δειγμάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campionario campionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campiello (ουσ αρσ )
campionamento (ουσ αρσ )
campionare (ρ. μτβ.)
campionario (ουσ αρσ )
campionario (επίθ.)
campionarista (ουσ αρσ και θηλ.)
campionato (ουσ αρσ )
campionatore (ουσ αρσ )
campionatura (θηλ.ουσ)
campione (ουσ αρσ )
campionessa (θηλ.ουσ)
campionissimo (ουσ αρσ )
campire (ρ. μτβ.)
campitura (θηλ.ουσ)
campo (ουσ αρσ )
camposanto (ουσ αρσ )
camuffamento (ουσ αρσ )
camuffare (ρ. μτβ.)
camuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
camuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---