Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


campionìssimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kampjoˈnissimo]

1 μεγάλος πρωταθλητής
2 πρωταθλητής των πρωταθλητών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campionessa campire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campionato (ουσ αρσ )
campionatore (ουσ αρσ )
campionatura (θηλ.ουσ)
campione (ουσ αρσ )
campionessa (θηλ.ουσ)
campionissimo (ουσ αρσ )
campire (ρ. μτβ.)
campitura (θηλ.ουσ)
campo (ουσ αρσ )
camposanto (ουσ αρσ )
camuffamento (ουσ αρσ )
camuffare (ρ. μτβ.)
camuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
camuso (επίθ.)
can (ουσ αρσ )
canada, canadà (θηλ.ουσ)
canadese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
canaglia (θηλ.ουσ)
canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---