Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcampióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kamˈpjone] 1 (asso) ο πρωταθλητής, η πρωταθλήτρια 2 (esempio) το δείγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |