Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkampo]

ο κάμπος, το χωράφι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  campitura camposanto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campo [αρσ.] da tennis = το γήπεδο τέννις || campo [αρσ.] di calcio = το γήπεδο || campo [αρσ.] di concentramento = το στρατόπεδο συγκεντρώσης || campo [αρσ.] profughi = το στρατόπεδο προσφύγων || campo [αρσ.] sportivo = το γήπεδο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

campione (ουσ αρσ )
campionessa (θηλ.ουσ)
campionissimo (ουσ αρσ )
campire (ρ. μτβ.)
campitura (θηλ.ουσ)
campo (ουσ αρσ )
camposanto (ουσ αρσ )
camuffamento (ουσ αρσ )
camuffare (ρ. μτβ.)
camuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
camuso (επίθ.)
can (ουσ αρσ )
canada, canadà (θηλ.ουσ)
canadese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
canaglia (θηλ.ουσ)
canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)
canagliume (ουσ αρσ )
canale (ουσ αρσ )
canaletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---