Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


can  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkan]

Χαν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camuso canada, canadà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camposanto (ουσ αρσ )
camuffamento (ουσ αρσ )
camuffare (ρ. μτβ.)
camuffarsi (ρ. μ. αμτβ.)
camuso (επίθ.)
can (ουσ αρσ )
canada, canadà (θηλ.ουσ)
canadese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
canaglia (θηλ.ουσ)
canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)
canagliume (ουσ αρσ )
canale (ουσ αρσ )
canaletta (θηλ.ουσ)
canalicolo (ουσ αρσ )
canalizzare (ρ. μτβ.)
canalizzazione (θηλ.ουσ)
canalone (ουσ αρσ )
canapa (θηλ.ουσ)
canapaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---