Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canalìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanaˈlikolo]

μικρός ανατομικός δίαυλος (πχ οστού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canaletta canalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)
canagliume (ουσ αρσ )
canale (ουσ αρσ )
canaletta (θηλ.ουσ)
canalicolo (ουσ αρσ )
canalizzare (ρ. μτβ.)
canalizzazione (θηλ.ουσ)
canalone (ουσ αρσ )
canapa (θηλ.ουσ)
canapaia (θηλ.ουσ)
canapaio (ουσ αρσ )
canape (θηλ.ουσ)
canapicolo (επίθ.)
canapicoltura (θηλ.ουσ)
canapiero (επίθ.)
canapificio (ουσ αρσ )
canapina (θηλ.ουσ)
canapino (ουσ αρσ )
canapino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---