Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canagliàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kanaʎˈʎata]

1 παλιανθρωπιά
2 προστυχιά
3 πρόστυχο κόλπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canaglia canagliesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camuso (επίθ.)
can (ουσ αρσ )
canada, canadà (θηλ.ουσ)
canadese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
canaglia (θηλ.ουσ)
canagliata (θηλ.ουσ)
canagliesco (επίθ.)
canagliume (ουσ αρσ )
canale (ουσ αρσ )
canaletta (θηλ.ουσ)
canalicolo (ουσ αρσ )
canalizzare (ρ. μτβ.)
canalizzazione (θηλ.ουσ)
canalone (ουσ αρσ )
canapa (θηλ.ουσ)
canapaia (θηλ.ουσ)
canapaio (ουσ αρσ )
canape (θηλ.ουσ)
canapicolo (επίθ.)
canapicoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---