Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanapàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanaˈpajo] 1 επεξεργαζόμενος κάνναβη 2 άνθρωπος που μεταφέρει ινδική κάνναβη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |