Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canapìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanaˈpino]

αυτός που επεξεργάζεται κάνναβη

canapìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kanaˈpino]

1 ο από κάνναβη
2 καννάβινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canapina canapo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canapicolo (επίθ.)
canapicoltura (θηλ.ουσ)
canapiero (επίθ.)
canapificio (ουσ αρσ )
canapina (θηλ.ουσ)
canapino (ουσ αρσ )
canapino (επίθ.)
canapo (ουσ αρσ )
canapone (ουσ αρσ )
canapule (ουσ αρσ )
canarino (αρσ. επίθ και ουσ)
canario (ουσ αρσ )
canasta (θηλ.ουσ)
cancan (ουσ αρσ )
cancellabile (επίθ.)
cancellare (ρ. μτβ.)
cancellata (θηλ.ουσ)
cancellatura (θηλ.ουσ)
cancellazione (θηλ.ουσ)
cancelleresco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---