Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cancàn  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈkan]

1 σκάνδαλο
2 παράνομη επιχείρηση
3 κανκάν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canasta cancellabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canapone (ουσ αρσ )
canapule (ουσ αρσ )
canarino (αρσ. επίθ και ουσ)
canario (ουσ αρσ )
canasta (θηλ.ουσ)
cancan (ουσ αρσ )
cancellabile (επίθ.)
cancellare (ρ. μτβ.)
cancellata (θηλ.ουσ)
cancellatura (θηλ.ουσ)
cancellazione (θηλ.ουσ)
cancelleresco (επίθ.)
cancelleria (θηλ.ουσ)
cancellierato (ουσ αρσ )
cancelliere (ουσ αρσ )
cancellino (ουσ αρσ )
cancello (ουσ αρσ )
cancerizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cancerizzazione (θηλ.ουσ)
cancerogeno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---