Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcancàn
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanˈkan] 1 σκάνδαλο 2 παράνομη επιχείρηση 3 κανκάν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |