cancellerésco
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kanʧelleˈresko]
1 εκφρασμένος με την ειδική γλώσσα των νομικών
2 εκφρασμένος στη γλώσσα της γραφειοκρατίας
3 γραφειοκρατικός
4 νομικίστικος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kanʧelleˈresko]
1 εκφρασμένος με την ειδική γλώσσα των νομικών
2 εκφρασμένος στη γλώσσα της γραφειοκρατίας
3 γραφειοκρατικός
4 νομικίστικος
permalink
cancelleresco (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android