Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcànchero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkankero] 1 σκοτούρα 2 μπελάς 3 καρκίνος 4 ασθένεια 5 νόσημα 6 αρρώστια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |