Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcancrenóso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kankreˈnoso], [kankreˈnozo] 1 που προκαλεί γάγγραινα 2 γαγγραινώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |