Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cancrenóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kankreˈnoso], [kankreˈnozo]

1 που προκαλεί γάγγραινα
2 γαγγραινώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cancrena cancro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cancerologo (ουσ αρσ )
canceroso (ουσ αρσ )
canceroso (επίθ.)
canchero (ουσ αρσ )
cancrena (θηλ.ουσ)
cancrenoso (αρσ. επίθ και ουσ)
cancro (ουσ αρσ )
candeggiante (αρσ. επίθ και ουσ)
candeggiare (ρ. μτβ.)
candeggiatore (ουσ αρσ )
candeggina (θηλ.ουσ)
candeggio (ουσ αρσ )
candela (θηλ.ουσ)
candelabro (ουσ αρσ )
candelaggio (ουσ αρσ )
candelaio (ουσ αρσ )
candeletta (θηλ.ουσ)
candeliere (ουσ αρσ )
candelotto (ουσ αρσ )
Candia (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---