Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcandéggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanˈdedʤo] 1 λεύκανση 2 άσπρισμα 3 αποχρωματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |