Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


candéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈdedʤo]

1 λεύκανση
2 άσπρισμα
3 αποχρωματισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  candeggina candela  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cancro (ουσ αρσ )
candeggiante (αρσ. επίθ και ουσ)
candeggiare (ρ. μτβ.)
candeggiatore (ουσ αρσ )
candeggina (θηλ.ουσ)
candeggio (ουσ αρσ )
candela (θηλ.ουσ)
candelabro (ουσ αρσ )
candelaggio (ουσ αρσ )
candelaio (ουσ αρσ )
candeletta (θηλ.ουσ)
candeliere (ουσ αρσ )
candelotto (ουσ αρσ )
Candia (κύρ.όν. θηλ.)
candidamente (επίρ.)
candidato (αρσ. επίθ και ουσ)
candidatura (θηλ.ουσ)
candidezza (θηλ.ουσ)
candido (επίθ.)
candire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---