Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


candidàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kandiˈdato]

ο υποψήφιος (-α)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  candidamente candidatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

candeletta (θηλ.ουσ)
candeliere (ουσ αρσ )
candelotto (ουσ αρσ )
Candia (κύρ.όν. θηλ.)
candidamente (επίρ.)
candidato (αρσ. επίθ και ουσ)
candidatura (θηλ.ουσ)
candidezza (θηλ.ουσ)
candido (επίθ.)
candire (ρ. μτβ.)
candito (ουσ αρσ )
candito (επίθ.)
canditore (ουσ αρσ )
canditura (θηλ.ουσ)
candore (ουσ αρσ )
cane (ουσ αρσ )
canea (θηλ.ουσ)
canefora (θηλ.ουσ)
canestra (θηλ.ουσ)
canestraio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---