candóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kanˈdore]
1 δικαιοσύνη
2 αμεροληψία
3 λαμπρότητα
4 αντικειμενικότητα
5 λευκότητα εκτυφλωτική
6 λαμπρό λευκό
7 αθωότητα
8 αγνότητα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kanˈdore]
1 δικαιοσύνη
2 αμεροληψία
3 λαμπρότητα
4 αντικειμενικότητα
5 λευκότητα εκτυφλωτική
6 λαμπρό λευκό
7 αθωότητα
8 αγνότητα
permalink
candore (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android