Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canforàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kanfoˈrato]

που φέρει ή παράγει καμφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canfora canforo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canestra (θηλ.ουσ)
canestraio (ουσ αρσ )
canestrata (θηλ.ουσ)
canestro (ουσ αρσ )
canfora (θηλ.ουσ)
canforato (επίθ.)
canforo (ουσ αρσ )
cangiante (αρσ. επίθ και ουσ)
cangiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
canguro (ουσ αρσ )
canicola (θηλ.ουσ)
canicolare (επίθ.)
canile (αρσ. επίθ και ουσ)
canino (ουσ αρσ )
canino (επίθ.)
canizie (θηλ.ουσ)
canizza (θηλ.ουσ)
canna (θηλ.ουσ)
cannabismo (ουσ αρσ )
cannella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---