Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcànna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈkanna] το καλάμι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcanna [θηλ.] da pesca = το καλάμι ψαρέματος || zucchero [αρσ.] di canna = το ζαχαροκάλαμο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |