Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cannabìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kannaˈbizmo]

παρατεταμένη χρήση κάνναβης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canna cannella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canino (ουσ αρσ )
canino (επίθ.)
canizie (θηλ.ουσ)
canizza (θηλ.ουσ)
canna (θηλ.ουσ)
cannabismo (ουσ αρσ )
cannella (θηλ.ουσ)
cannello (ουσ αρσ )
cannelloni (ουσ αρσ πληθ.)
cannerello (ουσ αρσ )
canneto (ουσ αρσ )
cannetta (θηλ.ουσ)
cannettato (ουσ αρσ )
cannettato (επίθ.)
cannibale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cannibalesco (επίθ.)
cannibalismo (ουσ αρσ )
cannibalizzare (ρ. μτβ.)
cannibalizzazione (θηλ.ουσ)
cannicciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---