Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cannèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈnɛllo]

1 σωληνάκι
2 στενή σωλήνωση
3 καλάμι
4 προχοΐδα
5 τμήμα του κοτσανιού μεταξύ δύο ρόζων καλαμιού
6 κοντυλοφόρος
7 σιφόνι μικρό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cannella cannelloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canizie (θηλ.ουσ)
canizza (θηλ.ουσ)
canna (θηλ.ουσ)
cannabismo (ουσ αρσ )
cannella (θηλ.ουσ)
cannello (ουσ αρσ )
cannelloni (ουσ αρσ πληθ.)
cannerello (ουσ αρσ )
canneto (ουσ αρσ )
cannetta (θηλ.ουσ)
cannettato (ουσ αρσ )
cannettato (επίθ.)
cannibale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cannibalesco (επίθ.)
cannibalismo (ουσ αρσ )
cannibalizzare (ρ. μτβ.)
cannibalizzazione (θηλ.ουσ)
cannicciata (θηλ.ουσ)
canniccio (ουσ αρσ )
cannocchiale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---