Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcannettàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kannetˈtato] ύφασμα ριγέ (είδος) cannettàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kannetˈtato] ριγέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |