Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cannonàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kannoˈnata]

1 κανονιά
2 δυνατή γροθιά για νοκ-άουτ
3 δυνατό σουτ
4 κανονιοβολισμός
5 κανονίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cannolo cannoncino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cannicciata (θηλ.ουσ)
canniccio (ουσ αρσ )
cannocchiale (ουσ αρσ )
cannolicchio (ουσ αρσ )
cannolo (ουσ αρσ )
cannonata (θηλ.ουσ)
cannoncino (ουσ αρσ )
cannone (ουσ αρσ )
cannoneggiamento (ουσ αρσ )
cannoneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cannoniera (θηλ.ουσ)
cannoniere (ουσ αρσ )
cannotto (ουσ αρσ )
cannuccia (θηλ.ουσ)
cannula (θηλ.ουσ)
canoa (θηλ.ουσ)
canocchia (θηλ.ουσ)
canoismo (ουσ αρσ )
canoista (ουσ αρσ και θηλ.)
canon (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---