Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcannòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanˈnɔlo] γεμιστό ζυμαρικό πικάντικο με γέμιση κρέμας ή γαλατόπιτας (ιταλικό φαγητό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |