Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcannonière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kannoˈnjɛre] 1 πυροβολητής 2 κανονιέρης 3 γκολτζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |