Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanonicàle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kanoniˈkale] 1 σύμφωνος με τους εκκλησιαστικούς κανόνες 2 κανονικός (εκκλησιαστικός) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |