Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canòpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈnɔpo]

δοχείο καλυπτόμενο με ύφασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canonizzazione canorità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canonico (ουσ αρσ )
canonico (επίθ.)
canonista (ουσ αρσ και θηλ.)
canonizzare (ρ. μτβ.)
canonizzazione (θηλ.ουσ)
canopo (ουσ αρσ )
canorità (θηλ.ουσ)
canoro (επίθ.)
canottaggio (ουσ αρσ )
canottiera (θηλ.ουσ)
canottiere (ουσ αρσ )
canotto (ουσ αρσ )
canova (θηλ.ουσ)
canovaccio (ουσ αρσ )
cantabile (ουσ αρσ )
cantabile (επίθ.)
cantafavola (θηλ.ουσ)
cantalupo (ουσ αρσ )
cantambanco (ουσ αρσ )
cantante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---