Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcantàbile
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanˈtabile] 1 τραγουδιστός 2 τραγουδιστά (μουσική) cantàbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kanˈtabile] που μπορεί να τραγουδηθεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |