ItalianoGreco


cantàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈtata]

1 εκκλησιαστική χορωδιακή σύνθεση
2 θρησκευτική όπερα (μικρή)
3 τραγούδι
4 μικρό ορατόριο
5 καντάδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---