Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanterellìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanterelˈlio] 1 χαμηλόφωνο τραγούδι 2 μουρμούρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |