Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càntero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkantero]

1 καθίκι
2 δοχείο νυχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canterino cantica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canterano (ουσ αρσ )
canterellare (ρ. μτβ.)
canterellio (ουσ αρσ )
canterino (ουσ αρσ )
canterino (επίθ.)
cantero (ουσ αρσ )
cantica (θηλ.ουσ)
canticchiare (ρ. μτβ.)
cantico (ουσ αρσ )
cantiere (ουσ αρσ )
cantieristico (επίθ.)
cantilena (θηλ.ουσ)
cantilenare (ρ. μτβ.)
cantina (θηλ.ουσ)
cantiniere (ουσ αρσ )
cantino (ουσ αρσ )
canto (ουσ αρσ )
cantonale (ουσ αρσ )
cantonale (επίθ.)
cantonata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---