Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanterìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino] 1 τραγουδιστής 2 λαὶκός τραγουδιστής 3 ωδικό πουλί 4 πουλί δόλωμα canterìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino] 1 ωδικός 2 σχετικός με τα τραγούδια ή τους τραγουδιστές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |