canterìno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino]
1 τραγουδιστής
2 λαὶκός τραγουδιστής
3 ωδικό πουλί
4 πουλί δόλωμα
canterìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino]
1 ωδικός
2 σχετικός με τα τραγούδια ή τους τραγουδιστές
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino]
1 τραγουδιστής
2 λαὶκός τραγουδιστής
3 ωδικό πουλί
4 πουλί δόλωμα
canterìno
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kanteˈrino]
1 ωδικός
2 σχετικός με τα τραγούδια ή τους τραγουδιστές
permalink
canterino (ουσ αρσ )
canterino (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android