ItalianoGreco


cantinière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kantiˈnjɛre]

1 οικονόμος
2 υπηρέτης επικεφαλής
3 άνθρωπος της κάβας
4 υπεύθυνος τροφοδοσίας μονής
5 καντινιέρης
6 κάπελας
7 καντινιέρης σε στρατιωτική καντίνα
8 ταβερνιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---