Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cantonière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kantoˈnjɛre]

1 επιθεωρητής δρόμου
2 σηματωρός
3 φύλακας ανισόπεδης διάβασης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cantoniera cantore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cantonale (ουσ αρσ )
cantonale (επίθ.)
cantonata (θηλ.ουσ)
cantone (ουσ αρσ )
cantoniera (θηλ.ουσ)
cantoniere (ουσ αρσ )
cantore (ουσ αρσ )
cantoria (θηλ.ουσ)
cantorino (ουσ αρσ )
cantuccio (ουσ αρσ )
canutiglia (θηλ.ουσ)
canuto (επίθ.)
canzonare (ρ. μτβ.)
canzonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
canzonatorio (επίθ.)
canzonatura (θηλ.ουσ)
canzone (θηλ.ουσ)
canzonella (θηλ.ουσ)
canzonetta (θηλ.ουσ)
canzonettista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---