Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcantonière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kantoˈnjɛre] 1 επιθεωρητής δρόμου 2 σηματωρός 3 φύλακας ανισόπεδης διάβασης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |