Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


canzonatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kantsonaˈtore]

1 κεντρί (αυτός που πειράζει τους άλλους)
2 πειραχτήρι
3 ζιζάνιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  canzonare canzonatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cantorino (ουσ αρσ )
cantuccio (ουσ αρσ )
canutiglia (θηλ.ουσ)
canuto (επίθ.)
canzonare (ρ. μτβ.)
canzonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
canzonatorio (επίθ.)
canzonatura (θηλ.ουσ)
canzone (θηλ.ουσ)
canzonella (θηλ.ουσ)
canzonetta (θηλ.ουσ)
canzonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
canzoniere (ουσ αρσ )
caolinite (θηλ.ουσ)
caolinizzazione (θηλ.ουσ)
caolino (ουσ αρσ )
caos (ουσ αρσ )
caoticamente (επίρ.)
caotico (επίθ.)
CAP (ακρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---