Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcanzonatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [kantsonaˈtore] 1 κεντρί (αυτός που πειράζει τους άλλους) 2 πειραχτήρι 3 ζιζάνιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |