Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caolinizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaoliniddzatˈtsjone]

μετατροπή σε καολινίτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  caolinite caolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

canzonella (θηλ.ουσ)
canzonetta (θηλ.ουσ)
canzonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
canzoniere (ουσ αρσ )
caolinite (θηλ.ουσ)
caolinizzazione (θηλ.ουσ)
caolino (ουσ αρσ )
caos (ουσ αρσ )
caoticamente (επίρ.)
caotico (επίθ.)
CAP (ακρ.)
capace (επίθ.)
capacimetro (ουσ αρσ )
capacità (θηλ.ουσ)
capacitanza (θηλ.ουσ)
capacitare (ρ. μτβ.)
capacitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
capacitivo (επίθ.)
capanna (θηλ.ουσ)
capannello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---