Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capacitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kapaʧiˈtare]

πείθω

capacitàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kapaʧiˈtarsi]

1 καταλαβαίνω
2 αντιλαμβάνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capacitanza capacitivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

CAP (ακρ.)
capace (επίθ.)
capacimetro (ουσ αρσ )
capacità (θηλ.ουσ)
capacitanza (θηλ.ουσ)
capacitare (ρ. μτβ.)
capacitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
capacitivo (επίθ.)
capanna (θηλ.ουσ)
capannello (ουσ αρσ )
capanno (ουσ αρσ )
capannone (ουσ αρσ )
caparbieria (θηλ.ουσ)
caparbietà (θηλ.ουσ)
caparbio (αρσ. επίθ και ουσ)
caparra (θηλ.ουσ)
capata (θηλ.ουσ)
capecchio (ουσ αρσ )
capeggiare (ρ. μτβ.)
capeggiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---