Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capànno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈpanno]

1 καταφύγιο που παραμονεύουν κυνηγοί
2 καμπάνα (καλύβα κοντά στην θάλασσα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capannello capannone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capacitare (ρ. μτβ.)
capacitarsi (ρ. μ. αμτβ.)
capacitivo (επίθ.)
capanna (θηλ.ουσ)
capannello (ουσ αρσ )
capanno (ουσ αρσ )
capannone (ουσ αρσ )
caparbieria (θηλ.ουσ)
caparbietà (θηλ.ουσ)
caparbio (αρσ. επίθ και ουσ)
caparra (θηλ.ουσ)
capata (θηλ.ουσ)
capecchio (ουσ αρσ )
capeggiare (ρ. μτβ.)
capeggiatore (ουσ αρσ )
capellatura (θηλ.ουσ)
capellini (ουσ αρσ πληθ.)
capello (ουσ αρσ )
capellone (ουσ αρσ )
capellone (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---