Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capellóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapelˈlone]

1 μακρυμάλλης επαναστάτης του 70 (χίπι)
2 μακρυμάλλης
3 άντρας (ή νεαρός) με μακριά μαλλιά

capellóne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kapelˈlone]

μακρυμάλλικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capello capelluto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capeggiare (ρ. μτβ.)
capeggiatore (ουσ αρσ )
capellatura (θηλ.ουσ)
capellini (ουσ αρσ πληθ.)
capello (ουσ αρσ )
capellone (ουσ αρσ )
capellone (επίθ.)
capelluto (επίθ.)
capelvenere (ουσ αρσ )
capestreria (θηλ.ουσ)
capestro (ουσ αρσ )
capezzale (ουσ αρσ )
capezziera (θηλ.ουσ)
capezzolo (ουσ αρσ )
capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---