Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capillarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapillariˈta]

1 τριχοειδές φαινόμενο
2 ιδιότητα του τριχοειδούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capillare capillifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )
capitagna (θηλ.ουσ)
capitale (ουσ αρσ )
capitale (θηλ.ουσ)
capitale (επίθ.)
capitalismo (ουσ αρσ )
capitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
capitalistico (επίθ.)
capitalizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---