Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capiènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kaˈpjɛnte]

ευρύχωρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capidoglio capienza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capestro (ουσ αρσ )
capezzale (ουσ αρσ )
capezziera (θηλ.ουσ)
capezzolo (ουσ αρσ )
capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )
capitagna (θηλ.ουσ)
capitale (ουσ αρσ )
capitale (θηλ.ουσ)
capitale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---