ItalianoGreco


capillàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kapilˈlare]

1 τριχοειδής
2 ευρέως διαδεδομένος
3 εκτεταμένος
4 λεπτομερής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---