Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capillàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kapilˈlare]

1 τριχοειδής
2 ευρέως διαδεδομένος
3 εκτεταμένος
4 λεπτομερής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capigliatura capillarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capezzolo (ουσ αρσ )
capidoglio (ουσ αρσ )
capiente (επίθ.)
capienza (θηλ.ουσ)
capigliatura (θηλ.ουσ)
capillare (αρσ. επίθ και ουσ)
capillarità (θηλ.ουσ)
capillifero (επίθ.)
capinera (θηλ.ουσ)
capintesta (ουσ αρσ και θηλ.)
capire (ρ. μτβ.)
capirsi (ρ. μ. αμτβ.)
capirosso (ουσ αρσ )
capitagna (θηλ.ουσ)
capitale (ουσ αρσ )
capitale (θηλ.ουσ)
capitale (επίθ.)
capitalismo (ουσ αρσ )
capitalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
capitalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---