Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcapitàgna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kapiˈtaɲɲa] 1 έδαφος κοντά σε φράχτη 2 ακρωτήριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |