Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


capitanerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kapitaneˈria]

ναυτική περιοχή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capitanare capitano  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Capitaneria [θηλ.] di Porto = το Λιμεναρχείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capitalistico (επίθ.)
capitalizzare (ρ. μτβ.)
capitalizzazione (θηλ.ουσ)
capitana (θηλ.ουσ)
capitanare (ρ. μτβ.)
capitaneria (θηλ.ουσ)
capitano (ουσ αρσ )
capitare (ρ.αμτβ.)
capitato (αρσ. επίθ και ουσ)
capitazione (θηλ.ουσ)
capitello (ουσ αρσ )
capitolare (ουσ αρσ )
capitolare (επίθ.)
capitolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
capitolato (ουσ αρσ )
capitolazione (θηλ.ουσ)
capitolino (επίθ.)
capitolo (ουσ αρσ )
capitombolare (ρ.αμτβ.)
capitombolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---